
Εγκληματική ροπή: έμφυτη ή αποκτηθείσα τάση;
Μία συνέντευξη του ντετέκτιβ Πελεκάση Νίκου στην εφημερίδα «Ποντιακή Γνώμη».
Ένα από τα συνήθη θέματα συζήτησης μετά τη δημοσιοποίηση της δράσης εγκληματιών που συγκλονίζουν την κοινή γνώμη, είναι η διαμάχη ανάμεσα στο έμφυτο ή όχι της τάσης προς την εγκληματικότητα. Η διαμάχη αυτή απασχολεί διαρκώς τόσο την επιστημονική κοινότητα, αστυνομία, δικαιοσύνη, όσο και τους καθημερινούς ανθρώπους, ως παρατηρητές, αλλά και ως θύματα εγκληματικών ενεργειών. Είναι γεγονός ότι τα αποτρόπαια εγκλήματα που συχνά συμβαίνουν γύρω μας, μας ανησυχούν όλους.
Που αποσκοπεί όμως η διαμάχη αυτή; Για την συντριπτική πλειοψηφία των πολιτών, το όφελος στην απάντηση του ερωτήματος δεν είναι πάρα η απόδοση ευθυνών στον θύτη ή η απαλλαγή από αυτές. Στην έρευνα, όμως, γύρω από μια εγκληματική πράξη, η σκιαγράφηση του προφίλ του δράστη είναι σημαντική για την πρόβλεψη πιθανών μελλοντικών ενεργειών ενός ασύλληπτου, αποφυλακισμένου ή ελεύθερου με περιοριστικούς όρους δράστη. Αν η τάση αυτή είναι έμφυτη, τότε υπάρχει μια ισχυρότερη πιθανότητα το άτομο αυτό να υποτροπιάσει, να επαναλάβει τα ίδια ή παρόμοια εγκλήματα διαφοροποιώντας ελάχιστα τις τακτικές του. Αν η τάση αυτή δημιουργήθηκε στην μετέπειτα πορεία της ζωής του ατόμου, η πιθανότητα υποτροπής μειώνεται. Πλήθος μελετών έχουν καταδείξει πως όσο νωρίτερα στη ζωή ενός ατόμου γίνεται το πέρασμα στην εγκληματική πράξη, τόσο πιθανότερη είναι η διατήρηση της εγκληματικής τάσης με το πέρασμα των χρόνων.
Πότε γίνεται όμως η έναρξη της εγκληματικής δράσης; Έρευνες σε πληθυσμούς έγκλειστων σε φυλακές ατόμων έχουν δείξει πως για το 75% εξ αυτών η παραβατικότητα είναι αποτυπωμένη στην προσωπικότητά τους. Μόνο 25% πρόκειται για άτομα που δεν είχαν τέτοια τάση αλλά μάλλον παραβίασαν το νόμο λόγω συγκυριών (π.χ. ανθρωποκτονίες εν βρασμώ ψυχής, από ανάγκη, ατυχία, εγκλήματα τιμής). Για τη μεγάλη μάζα των εγκληματιών η δημιουργία της τάσης για παραβατικότητα μπορεί να εντοπιστεί σε νεαρή ηλικία, έως το 14ο – 15ο έτος. Μικροπαραβατικότητα, συστηματική καταπάτηση των δικαιωμάτων των άλλων, έλλειψη τύψεων για τις ενέργειες αυτές και συνειδητή καταπάτηση του ηθικού κώδικα στα πρώτα χρόνια της ζωής φανερώνουν μια πορεία προς την εγκληματικότητα στην ενήλικη ζωή, η οποία διαφοροποιείται ως προς τη φύση, την ένταση και τη διάρκειά της με βάση τα πρώιμα αυτά βήματα.
Υπάρχει όμως έμφυτη τάση προς το έγκλημα; Πράγματι, ο εντοπισμός της έναρξης της παραβατικότητας στην παιδική ηλικία συνδέεται με οικογενειακά και κοινωνικά περιβάλλοντα που προάγουν τη βία ως μέθοδο διευθέτησης των δύο ατομικών διαφορών. Για μια πολύ μικρή όμως ομάδα εγκληματιών, η τάση αυτή είναι έμφυτη. Το παραπάνω έχει καταγραφεί μέσα από ανθρωπολογικές μελέτες μεταξύ ειρηνόφιλων και μη ειρηνόφιλων πληθυσμών ιθαγενών της κεντρικής Αμερικής. Ακόμα και στις κοινωνίες τον ειρηνόφιλων, όπου απουσιάζει πληρώσει χρήση βίας ώστε να αποκλειστεί ο παράγοντας της επιρροής στη γέννηση της τάσης για έγκλημα, υπήρχε έστω και ένα πολύ μικρό ποσοστό ατόμων που συστηματικά στρεφόταν προς τη διάπραξη παραβατικών πράξεων.
Πώς ωφελούν όμως όλα αυτά μια έρευνα; Η γνώση του λεπτομερούς προφίλ των εγκληματιών βοηθά στον εντοπισμό πιθανών επόμενων βημάτων τους. Για παράδειγμα, το προφίλ των ατόμων τους διαφοροποιεί ως προς τα στάδια του περάσματος στην εγκληματική πράξη, φωτογραφίζοντας με σχετική ακρίβεια το χρονικό διάστημα για την μέθοδο μιας μελλοντικής εγκληματικής ενέργειας.
Σε κάθε περίπτωση και σε αντίθεση με την κοινή τάση περί απόδοσης η όχι ευθυνών, η μελέτη του προφίλ ενός παραβάτη δεν εμπλέκεται στην απόδοση δικαιοσύνης αλλά στον καλύτερο σχεδιασμό τακτικών για την επιτυχέστερη έκδοση μιας έρευνας και την προστασία των μελλοντικών θυμάτων μέσα από τη διαλεύκανση υποθέσεων.